- συνεισπλέω
- Αεισπλέω μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εἰσπλέω «καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεισπεπλεύκεσαν — συνεισπλέω sail into together plup ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισέπλευσεν — συνεισπλέω sail into together aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)